- τετραήμερος
- -η, -ο / τετραήμερος, -ον, ΝΜΑ, και τετρήμερος και τεθρήμερος και τεθήμερος, -ον, Α1. αυτός που διαρκεί τέσσερεις ημέρες2. το ουδ. ως ουσ. το τετραήμερο(ν)χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών(μσν.-αρχ.)αυτός που συμβαίνει κατά την τέταρτη μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πεντα-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.